Απολλων

Απολλων
    Ἀπόλλων
    -ωνος ὅ (ᾰ; voc. Ἄπολλον; арх. acc. - в клятвах - Ἀπόλλω) Аполлон (сын Зевса и Лето, брат-близнец Артемиды, рожденный на о-ве Делос, бог света, пророческого дара, поэзии и врачевания, хранитель стад, предводитель Муз - Μουσηγέτης, - впосл. отожд. с Гелиосом; его эпитеты у Hom.: Σμινθεύς «истребитель мышей», Φοῖβος «бог света», λυκηγενής «светорожденный», ἀφήτωρ, ἑκάεργος, ἕκατος, ἑκατηβόλος и ἑκηβόλος «стрелок», κλυτότοξος «со славным луком», ἀργυρότοξος «сребролукий», χρυσάορος «с золотым мечом», ἀκερσεκόμης «длиннокудрый», ἄναξ «владыка»)
    

ναὴ (тж. μὰ и νέ) τὸν Ἀπόλλω! Xen., Arph. — клянусь Аполлоном!


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Απολλων" в других словарях:

  • ἁπόλλων — ἀπόλλων , ἀπό λάω 1 imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπόλλων , ἀπό λάω 1 imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπόλλων — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπόλλων' — Ἀπόλλωνα , Ἀπόλλων masc acc sg Ἀπόλλωνι , Ἀπόλλων masc dat sg Ἀπόλλωνε , Ἀπόλλων masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… …   Dictionary of Greek

  • Ἀπολλῶν — Ἀπολλώ fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολλῶν — ἀπολούω wash off pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόλλων — ἀπό λάω 1 imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπό λάω 1 imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάικοφ, Απόλλων Νικολάγεβιτς — (Apollon Nikolayevich Maikov, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1897). Ρώσος ποιητής. Γιος ζωγράφου, μελέτησε από παιδί την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και έπλασε μια λυρική ποίηση μεγάλης ακρίβειας στην πλαστική έκφραση και διαποτισμένη από αναμνήσεις,… …   Dictionary of Greek

  • Πιομπίνο Απόλλων — Ονομασία χάλκινου αγάλματος γυμνού άνδρα που βρέθηκε στη θάλασσα του Πιομπίνο (απέναντι από το νησί Έλβα) το 1832. Έχει ύψος 1,15 μ. Σύμφωνα με μια άποψη το άγαλμα είναι αντίγραφο ενός από τα δύο αγάλματα που φιλοτέχνησε ο Κάναχος για τον ναό του …   Dictionary of Greek

  • Τάμαν, Γκούσταβ Χένριχ Γιόχαν Απόλλων — (Tamman, 1861 – 1938). Γερμανός φυσικοχημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ντερπ (σημερινό Τάρτου), στο οποίο αργότερα δίδαξε ως καθηγητής. Διετέλεσε επίσης καθηγητής και στο πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν. Διαπίστωσε ότι τα διαλύματα με ίδια… …   Dictionary of Greek

  • Аполлон, божество — (Άπόλλων). Между божествами древнего греческого мира А. является в этическом смысле наиболее выработанным, так сказать, одухотворенным. Культ его, в особенности в дорийских государствах, много способствовал смягчению нравов, упрочению и почитанию …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»